- παγκρατές
- παγκρατήςall-powerfulmasc/fem voc sgπαγκρατήςall-powerfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παγκράτες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Σουλίου, του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται N της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
ηφαιστότευκτος — ἡφαιστότευκτος, ον (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. νεό τευκτος] … Dictionary of Greek